- νηοπόλος
- νηοπόλος, -ον (Α)ιων. τ. βλ. ναοπόλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νηοπόλος — ναοπόλος dwelling masc nom sg (ionic) νηοπόλος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναοπόλον — νᾱοπόλον , ναοπόλος dwelling masc acc sg νᾱοπόλον , νηοπόλος masc/fem acc sg (attic) νᾱοπόλον , νηοπόλος neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηοπόλον — ναοπόλος dwelling masc acc sg (ionic) νηοπόλος masc/fem acc sg νηοπόλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναοπόλος — και ιων. τ. νηοπόλος, ον (Α) 1. αυτός που κατοικεί στον ναό ή που ασχολείται με τον ναό («ναοπόλος μάντις», Πίνδ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ναοπόλος φύλακας, επιστάτης ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + πόλος (< πέλω / πέλομαι), πρβλ. θαλαμη πόλος, ονειρο … Dictionary of Greek
πέλω — και, μέσ., πέλομαι Α 1. βρίσκομαι σε κίνηση, κινούμαι, κατευθύνομαι («ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό» κινείται, ανυψώνεται προς τον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι («γῆρας καὶ θάνατος ἐπ ἀνθρώποισι πέλονται» γηρατειά… … Dictionary of Greek
ναοπόλοις — νᾱοπόλοις , ναοπόλος dwelling masc dat pl νᾱοπόλοις , νηοπόλος masc/fem/neut dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηοπόλοιο — ναοπόλος dwelling masc gen sg (epic ionic) νηοπόλος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηοπόλους — ναοπόλος dwelling masc acc pl (ionic) νηοπόλος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)